habitation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhabitation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.bi.ta.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
habitation | habitations |
habitation (fr) θηλυκό
habitation (en)
ενικός | πληθυντικός |
habitation | habitations |
habitation (fr) θηλυκό