Ουσιαστικό

επεξεργασία

habitation (en)

  1. κατοίκηση
  2. κατοικία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bi.ta.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
habitation habitations

habitation (fr) θηλυκό