hélicoïdal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.kɔ.i.dal/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hélicoïdal | hélicoïdaux |
θηλυκό | hélicoïdale | hélicoïdales |
hélicoïdal (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hélicoïdal | hélicoïdaux |
θηλυκό | hélicoïdale | hélicoïdales |
hélicoïdal (fr) αρσενικό