gumka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gumka < guma + υποκοριστικό επίθημα -ka
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgumka (pl) θηλυκό
- σβήστρα, γόμα, γομολάστιχα
- λάστιχο, λαστιχάκι (στρογγυλό αντικείμενο από λάστιχο)
- (μεταφορικά) λάστιχο (το προφυλακτικό)