Ετυμολογία

επεξεργασία
gui < λατινική viscum [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡi/
 
ομόηχο: Guy

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gui guis

gui (fr) αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. gui - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé