grunt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
grunt (en)
- ανειδίκευτος εργάτης
- (αργκό), (ΗΠΑ) ο πεζικάριος, με υποτιμητική έννοια, ο στρατιώτης για της αγγαρείες
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- grunt στην αγγλική Βικιπαίδεια