ενικός         πληθυντικός  
gross profit gross profits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gross profit < → δείτε τις λέξεις gross και profit

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

gross profit (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία