gross profit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gross profit | gross profits |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαgross profit (en)
- (λογιστική) το μικτό κέρδος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- gross profit στην αγγλική Βικιπαίδεια