grassouillet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grassouillet | grassouillets |
θηλυκό | grassouillette | grassouillettes |
Επίθετο
επεξεργασίαgrassouillet (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grassouillet | grassouillets |
θηλυκό | grassouillette | grassouillettes |
grassouillet (fr)