Ετυμολογία

επεξεργασία
goulu < goulu

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό goulu goulus
θηλυκό goulue goulues

goulu (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • goulûment (παραδοσιακή ορθογραφία)
  • goulument (ορθογραφία του 1990)