goulu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- goulu < goulu
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goulu | goulus |
θηλυκό | goulue | goulues |
goulu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goulu | goulus |
θηλυκό | goulue | goulues |
goulu (fr)