go slow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαgo slow (en)
- (ιδιωματισμός) πάω με το μαλακό, κόβω την πολλή δουλειά
- ⮡ You should go slow (moderate working) until you are completely well again.
- Θα έπρεπε να πας με το μαλακό (να μετριάσεις τη δουλειά) ώσπου να ξαναγίνεις εντελώς καλά.
- ≈ συνώνυμα: take it easy
- ⮡ You should go slow (moderate working) until you are completely well again.