Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gingembre gingembres

gingembre (fr) αρσενικό

  1. η πιπερόριζα, το τζίτζερ, το τζίντζερ
  2. το καρύκευμα που παράγεται από την πιπερόριζα