gingembre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gingembre | gingembres |
gingembre (fr) αρσενικό
- η πιπερόριζα, το τζίτζερ, το τζίντζερ
- το καρύκευμα που παράγεται από την πιπερόριζα
ενικός | πληθυντικός |
gingembre | gingembres |
gingembre (fr) αρσενικό