gigantomachie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gigantomachie < λατινική gigantomachia < γιγαντομαχία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʒi.ɡɑ̃.to.ma.ʃi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gigantomachie | gigantomachies |
gigantomachie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη géant