get wind of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαget wind of (en)
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) μυρίζομαι κάτι
- ⮡ I got wind of their plans.
- Μυρίστηκα τα σχέδιά τους.
- ⮡ When I got wind of what they were up to…
- Όταν μυρίστηκα τι σκαρώναν…
- ⮡ I got wind of their plans.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 578. ISBN 9780194325684., λήμμα: μυρίζω