gelée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gelée | gelées |
gelée (fr) θηλυκό
- η παγωνιά
- (γαστρονομία) το ζελέ
- κάτι που έχει ζελατινώδη υφή
ενικός | πληθυντικός |
gelée | gelées |
gelée (fr) θηλυκό