Ετυμολογία

επεξεργασία
gelée < θηλυκό του gelé, μετοχής του geler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒ(ə).le/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gelée gelées

gelée (fr) θηλυκό

  1. η παγωνιά
  2. (γαστρονομία) το ζελέ
  3. κάτι που έχει ζελατινώδη υφή