Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gas station gas stations

  Ετυμολογία επεξεργασία

gas station < gas (< gasoline) + station

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gas station (en)

Συνώνυμα επεξεργασία