Ετυμολογία

επεξεργασία
garancière < garance

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.ʁɑ̃sjɛʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garancière garancières

garancière (fr) θηλυκό

  • αγρός σπαρμένος με το φυτό ριζάρι

Συγγενικά

επεξεργασία