ενεστώτας gamble on
γ΄ ενικό ενεστώτα gambles on
αόριστος gambled on
παθητική μετοχή gambled on
ενεργητική μετοχή gambling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gamble on < → δείτε τις λέξεις gamble και on

gamble on (en)

  • ρισκάρω κάτι ελπίζοντας ότι θα πετύχω
    ⮡  I gambled on him not seeing me.
    Το ρίσκαρα ότι δεν θα μ' έβλεπε.