gamble away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | gamble away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gambles away |
αόριστος | gambled away |
παθητική μετοχή | gambled away |
ενεργητική μετοχή | gambling away |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgamble away (en)
- χάνω το χρήματα μου παίζοντας
- ⮡ They gambled away their money in the stock market.
- Έχασαν τα χρήματά τους παίζοντας στο χρηματιστήριο.
- ⮡ They gambled away their money in the stock market.