Αγγλικά (en) επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gadgeteer gadgeteers

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌɡadʒɪˈtɪə(r)/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gadgeteer (en)
ευρεία σημασία: γκατζετάκιας:

  1. κατασκευαστής ή εφευρέτης ηλεκτρονικών μικροσυσκευών
    • γκατζετοποιός
  2. φανατικος χρήστης και αγοραστής μικροσυσκευών