Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fugo < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

fugo (la) (fugō1, fugāvī, fugātum, fugāre)

  1. φεύγω
  2. τρέπω σε φυγή
  3. εξορίζω

Κλίση επεξεργασία