frenemy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
frenemy | frenemies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- frenemy < συμφυρμός των friend + enemy
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfɹɛ.nɪ.mi/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfrenemy (en)
- άτομο που προσποιείται ότι είναι φίλος, αλλά στην πραγματικότητα είναι εχθρός