frein à main
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
frein à main | freins à main |
frein à main (fr) αρσενικό
- το χειρόφρενο
- il a serré le frein à main - τράβηξε το χειρόφρενο
- avec le frein à main serré - με δεμένο το χειρόφρενο