Ετυμολογία

επεξεργασία
frein à main < frein + main

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
frein à main freins à main

frein à main (fr) αρσενικό

  • το χειρόφρενο
    il a serré le frein à main - τράβηξε το χειρόφρενο
    avec le frein à main serré - με δεμένο το χειρόφρενο