ενικός         πληθυντικός  
fragilité fragilités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fragilité (fr) θηλυκό

  1. η ευθραυστότητα, το εύθραυστο
  2. η αδυναμία

Αντώνυμα

επεξεργασία