Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
résistance
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
résistance
résistances
résistance
(fr)
θηλυκό
η
αντίσταση
η
αντοχή
résistance
des matériaux -
αντοχή
των υλικών
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
résister
λατινικά
:
recido
(la)
recido
caput