Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fragilisation fragilisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fragilisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη fragile