fractionnement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fractionnement | fractionnements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fractionnement (fr) αρσενικό
- η διαίρεση, το κομμάτιασμα, η κατάτμηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη fraction
ενικός | πληθυντικός |
fractionnement | fractionnements |
fractionnement (fr) αρσενικό