forehead
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
forehead | foreheads |
Ετυμολογία
επεξεργασίαforehead < αγγλοσαξονική forheafod
Ουσιαστικό
επεξεργασίαforehead (en)
ενικός | πληθυντικός |
forehead | foreheads |
forehead < αγγλοσαξονική forheafod
forehead (en)