ενικός         πληθυντικός  
forehead foreheads

  Ετυμολογία

επεξεργασία

forehead < αγγλοσαξονική forheafod

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

forehead (en)

  • το μέτωπο στο πρόσωπο, το κούτελο
    ⮡  He wiped his sweaty forehead.
    Σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο.