Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fonctionnaire fonctionnaires

fonctionnaire (fr) αρσενικό

  1. ο δημόσιος υπάλληλος
  2. ο αξιωματούχος