foie gras
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
foie gras | foies gras |
foie gras (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το φουά γκρα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfoie gras (it)