ενικός         πληθυντικός  
flowerpot flowerpots

  Ετυμολογία

επεξεργασία
flowerpot < flower + pot

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

flowerpot (en)

  • η γλάστρα, δοχείο για λουλούδια
    ⮡  The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.