floodlight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
floodlight | floodlights |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfloodlight (en)
- ο προβολέας
- ⮡ Four large floodlights lit up the field.
- Τέσσερις μεγάλοι προβολείς φώτιζαν το γήπεδο.
- ⮡ Four large floodlights lit up the field.