ενεστώτας fish for
γ΄ ενικό ενεστώτα fishes for
αόριστος fished for
παθητική μετοχή fished for
ενεργητική μετοχή fishing for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fish for < → δείτε τις λέξεις fish και for

fish for (en)

  • ψαρεύω, προσπαθώ να πάρω κάτι ή να μάθω κάτι, αν και προσποιούμαι ότι δεν το κάνω
    ⮡  He was fishing for compliments.
    Ψάρευε κομπλιμέντα.
    ⮡  I tried to fish for information from him.
    Προσπάθησα να ψαρέψω πληροφορίες από αυτόν.
     συνώνυμα: angle for