filleul
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filleul | filleuls |
θηλυκό | filleule | filleules |
filleul (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filleul | filleuls |
θηλυκό | filleule | filleules |
filleul (fr) αρσενικό