Ετυμολογία

επεξεργασία
fiks- < αγγλική fix, γαλλική fixer, γερμανική fixieren

fiks- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: στερεώνω

Παράγωγα

επεξεργασία