fiduciaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fiduciaire | fiduciaires |
Επίθετο
επεξεργασίαfiduciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) λέγεται σχετικά με τις αξίες που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη που έχουν μεταξύ τους τα άτομα που τις χρησιμοποιούν