Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fichier fichiers

fichier (fr) αρσενικό

  1. το αρχείο
  2. βιβλίο του μαθητή μέσα στο οποίο αυτός μπορεί να γράφει