Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fete (en)

  Ρήμα επεξεργασία

fete (en)

  • (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική) τιμώ κάποιον, γιορτάζω κάποιον, δίνω γιορτή προς τιμήν κάποιου