feldspath
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
feldspath | feldspaths |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfeldspath (fr) αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό, με όψη λεπτών φύλλων, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου, λευκάργιλλο και ποτάσσα και χρησιμοποιείται για την παρασκευή λευκού σμάλτου
- ⮡ On distingue les feldspaths potassiques, et les plagioclases qui forment une série continue entre le pôle sodique (l'albite) et le pôle calcique (l'anorthite).
- ⮡ Les feldspaths, en combinaison avec d'autres minéraux, forment de nombreuses roches magmatiques, métamorphiques et sédimentaires.