ενικός         πληθυντικός  
fair value fair values

Ετυμολογία

επεξεργασία
fair value < fair + value

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

fair value (en)

  1. (οικονομία) η αντικειμενική αξία
  2. (λογιστική) η εύλογη αξία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • fair value στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια