Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fœtoscopique < fœtoscopie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fœtoscopique fœtoscopiques

fœtoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό