explicitation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- explicitation < expliciter
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
explicitation | explicitations |
explicitation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
explicitation | explicitations |
explicitation (fr) θηλυκό