exhibitionniste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- exhibitionniste < exhibitionnisme
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhibitionniste | exhibitionnistes |
exhibitionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό