exert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exerts |
αόριστος | exerted |
παθητική μετοχή | exerted |
ενεργητική μετοχή | exerting |
Ρήμα
επεξεργασίαexert (en)
ενεστώτας | exert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exerts |
αόριστος | exerted |
παθητική μετοχή | exerted |
ενεργητική μετοχή | exerting |
exert (en)