ενεστώτας exert
γ΄ ενικό ενεστώτα exerts
αόριστος exerted
παθητική μετοχή exerted
ενεργητική μετοχή exerting

exert (en)

  • ασκώ
    ⮡  I exert my electoral right.
    Ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use