escrimeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | escrimeur | escrimeurs |
θηλυκό | escrimeuse | escrimeuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
escrimeur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη escrime
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | escrimeur | escrimeurs |
θηλυκό | escrimeuse | escrimeuses |
escrimeur (fr)