errand
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
errand (en)
- εκδούλευση, εξυπηρέτηση, θέλημα, μικροθέλημα, μικροδουλειά, κάτι που πρέπει να κάνω εκτος σπιτιού ή χώρου εργασίας, μια δουλειά, δουλίτσα
- I must go now. I have an errand to run. - Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω μια δουλειά να κάνω.
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
errand (en)
- στέλνω κάποιον να μου κάνει ένα θέλημα
- πηγαίνω να κάνω μια δουλειά