envisageable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- envisageable < envisager
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
envisageable | envisageables |
envisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να οραματιστεί
- που μπορεί κανείς να προβλέψει