entero-
Ετυμολογία
επεξεργασία- entero- < (άμεσο δάνειο) νεολατινική entero- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη ἐντερο-
Πρόθημα
επεξεργασίαentero-
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- entero- < (λόγιο δάνειο) νεολατινική entero- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
Πρόθημα
επεξεργασίαentero- ;ή enter-
Σύνθετα
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- entero- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη ἐντερο-
Πρόθημα
επεξεργασίαentero- νεολατινικά