entendeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- entendeur < entendre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entendeur | entendeurs |
entendeur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) νοήμων, αυτός που καταλαβαίνει
Παροιμίες επεξεργασία
- à bon entendeur, salut: όποιος καταλαβαίνει, κερδίζει