ensorcelant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorcelant | ensorcelants |
θηλυκό | ensorcelante | ensorcelantes |
Επίθετο
επεξεργασίαensorcelant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorcelant | ensorcelants |
θηλυκό | ensorcelante | ensorcelantes |
ensorcelant (fr)