enfermeira
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
enfermeira (pt) < από το enfermo + -eira
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enfermeira | enfermeiras |
Ουσιαστικό επεξεργασία
enfermeira (pt) αρσενικό enfermeiro
enfermeira (pt) < από το enfermo + -eira
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enfermeira | enfermeiras |
enfermeira (pt) αρσενικό enfermeiro