endothélial
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- endothélial < endothélium
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃dɔteljal/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endothélial | endothéliaux |
θηλυκό | endothéliale | endothéliales |
endothélial (fr)